πλήμμη

πλήμμυρα

πλημμυρέω
πλήμμυρα ou πλήμυρα, ας () [] flux, marée montante, Plut. M. 897c ; Anth. 9, 291, etc. ; fig. Sext. M. 11, 157.
Étym. πλήμη.