πλησίφωτος

πλῆσμα

πλήσμη
πλῆσμα, ατος (τὸ) ce qui remplit :
1 ce qui rassasie, Ath. 111c ||
2 semence, sperme ; τὸ πλ. λαμϐάνειν, Arstt. H.A. 6, 23, 3, concevoir.
Étym. πλήθω.