πλήθριον

πληθυντικός

πληθυντικῶς
πληθυντικός, ή, όν, qui a la propriété d’augmenter : πλ. ἀριθμός, DH. Thuc. 9 ; Ath. 373c, etc. le nombre pluriel, le pluriel.
Étym. πληθύνω.