πνευμονιακός

πνευμονικός

πνευμόνιον
πνευμονικός, att. πλευμονικός, ή, όν :
1 qui concerne le poumon, pulmonaire, Arstt. Probl. 33, 14 ||
2 atteint d’une maladie de poumon, Procl. Ptol. p. 214.
Étym. πνεύμων.