ποδομερής

ποδονιπτήρ

ποδόνιπτρον
ποδο·νιπτήρ, ῆρος () c. ποδανιπτήρ, Stésich. (Ath. 451d); Plut. M. 151e; Ath. 168f, 451d, etc.