ποικιλανθής

ποικιλάνιος

ποικιλείμων
ποικιλ·άνιος, ος, ον [ῐᾱ] aux rênes de couleurs variées, Pd. P. 2, 14.
Étym. dor. c. *ποικιλήνιος, de π. ἡνία.