Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποικιλόδιφρος
ποικιλόδωρος
ποικιλοεργός
ποικιλό·δωρος,
ος, ον
[
ῐ
] qui fait des présents variés,
Nonn.
Jo.
12, 15
.
Étym.
π. δῶρον
.