ποικιλοπράγμων

ποικιλόπτερος

ποικίλος
ποικιλό·πτερος, ος, ον [] aux ailes bigarrées ou tachetées, Eur. Hipp. 1270 ; fig. Pratin. (Ath. 617d).
Étym. π. πτερόν.