ποικιλοεργός

ποικιλόθριξ

ποικιλόθρονος
ποικιλό·θριξ, -τριχος (ὁ, ἡ) [ῐῐχ]
1 au poil tacheté, Eur. Alc. 584 ||
2 aux plumes tachetées, Poèt. (Plut. M. 1067e).
Étym. π. θρίξ.