Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποιμνιοτρόφος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποιμνίτης,
ου
[
ῑ
]
adj. m.
de berger, pastoral,
Eur.
Alc.
577
.
Étym.
ποίμνη
.