Πολέμαιστος

πολεμάρχειος

πολεμαρχέω-ῶ
πολεμάρχειος, ος, ον, de polémarque, Ath. 210b ; τὸ πολεμάρχειον, Xén. Hell. 5, 4, 5 ; Pol. 4, 79, 5, résidence du polémarque.
Étym. πολέμαρχος.