πολεμιστήριος

πολεμιστής

πολεμίστρια
πολεμιστής, οῦ :
1 adj. m. de guerre, Thcr. Idyl. 15, 51 ; DS. 2, 11, etc. ||
2 subst. ὁ π. guerrier combattant, Il. 5, 602, etc. ||
E Poét. πτολεμιστής, Il. 22, 132.
Étym. πολεμίζω.