Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολεμητήριον
πολεμητόκος
πολεμήτοκος
*πολεμη·τόκος,
ος, ον,
qui enfante la guerre,
Nonn.
D.
4, 425
.
Étym.
πόλεμος, τίκτω
.