πολιαρχία

πολίαρχος

Πολίαρχος
πολί·αρχος, ου ()
1 chef d’une ville, Pd. N. 7, 125 ; Eur. Rhes. 381 ||
2 à Rome, préfet de la ville, DC. 40, 46 ; 41, 14 ; 52, 33.
Étym. πόλις, ἄρχω.