πολιτισμός

πολιτογραφέω-ῶ

πολιτογραφία
πολιτο·γραφέω-ῶ [ῑᾰ] inscrire parmi les citoyens, DS. 11, 49 ; au pass. Pol. 32, 17, 3 ; DS. 11, 72, etc.
Étym. πολίτης, -γράφος de γράφω.