πολλαπλησίως

πολλαπλόος-οῦς

πολλαχῇ
πολλα·πλόος-οῦς, όη-ῆ, όον-οῦν :
1 multiple, Plat. Tim. 75b ; Arstt. Poet. 21, 3 ||
2 fig. qui prend toutes sortes de formes, artificieux, Plat. Rsp. 397e.
Étym. πολύς, -πλοος.