πολυϐλέφαρος

πολυϐόειος

πολυϐόλος
*πολυ·ϐόειος, ion. πουλυ·ϐόειος, α, ον [] formé de plusieurs peaux de bœufs, Q. Sm. 3, 329.
Étym. π. βοῦς.