πολυϐόλος

πολυϐόρος

Πόλυϐος
πολυ·ϐόρος, ος, ον [] qui mange beaucoup, vorace, Hpc. Aër. 282 ||
Sup. -ώτατος, Plat. Criti. 115a.
Étym. π. βιϐρώσκω.