πολύϐοσκος

πολυϐότειρα

πολύϐοτος
*πολυ·ϐότειρα, ion. πουλυ·ϐότειρα, ας [] adj. f. qui nourrit beaucoup d’êtres, fécond, Il. 3, 89, etc. ; Od. 8, 378, etc.
Étym. π. βόσκω.