πολυϐούτης

πολύϐροχος

πολύϐρωτος
πολύ·ϐροχος, ος, ον, très humide, Diosc. 1, 186.
Étym. π. βρέχω.
πολύ·ϐροχος, ος, ον, formé de plusieurs lacets, Eur. H.f. 1035.
Étym. π. βρόχος.