Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυχωρία
πολύχωρος
πολύχωστος
πολύ·χωρος,
ος, ον,
très vaste,
Luc.
Luct.
2
||
Sup.
-ότατος,
Gal.
4, 499
.
Étym.
π. χώρα
.