πολυδένδρεος

πολύδενδρος

πολυδερκής
πολύ·δενδρος, ος, ον [] abondant en arbres, Str. 286 ||
E Dat. pl. hétérocl. πολυδένδρεσσι, Eur. Bacch. 560.
Étym. π. δένδρον.