Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυδίνητος
πολυδιοίκητος
πολυδίψιος
πολυ·διοίκητος,
ος, ον
[
ῠ
] très divisé,
Secund.
Sent.
1
.
Étym.
π. διοικέω
.