πολυετία

πολύευκτος

Πολύευκτος
πολύ·ευκτος, ος, ον, très désiré ou longtemps désiré, Oracl. (Hdt. 1, 85) ; Eschl. Eum. 537 ; Xén. Cyr. 1, 6, 45.
Étym. π. εὔχομαι.