πολύγλωσσος

πολυγλώχιν

πολύγναμπτος
πολυ·γλώχιν, ινος (ὁ, ἡ) [] qui a plusieurs pointes, DP. 476 ; Nic. Th. 36 ; App. Civ. 5, 82.
Étym. π. γλωχίς.