πολύγναμπτος

πολυγνώμων

πολύγνωτος
πολυ·γνώμων, ων, ον, gén. ονος :
1 très prudent, très sage, Plat. Phædr. 275a ; DC. 76, 16 ||
2 très sentencieux, Philstr. 502.
Étym. π. γνώμη.