πολύγουνος

πολυγράμματος

πολύγραμμος
πολυ·γράμματος, ος, ον [μᾰ]
1 très lettré, Plut. M. 1121f ||
2 marqué d’un grand nombre de lettres, Ar. fr. 43 Dind. ||
Cp. -ώτερος, Philstr. p. 618.
Étym. π. γράμμα.