πολυγραφία

πολυγράφος

πολυγύμναστος
πολυ·γράφος, ος, ον [] qui écrit beaucoup ou sur beaucoup de sujets, Cic. Att. 13, 18 ||
Sup. -ώτατος, DL. 10, 26.
Étym. π. γράφω.