πολύγηθος

πολυγήραος

πολυγηρία
πολυ·γήραος, ος, ον [] très âgé, Asius (Ath. 125d) ; par contr. πολυγήρως, ως, ων, Plat. Ax. 367b.
Étym. π. γῆρας.