Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυκτησία
πολύκτητος
πολύκτιτος
πολύ·κτητος,
ος, ον,
c.
πολυκτήμων,
Eur.
Andr.
769 ;
Luc.
Fug.
26
.
Étym.
π. κτάομαι
.