πολύκυκος

πολυκύμων

πολυκώθων
πολυ·κύμων, ων, ον, gén. ονος [ῠῡ] aux flots agités, houleux, Sol. El. 13 (4), 19 Bgk ; Empéd. 235 Mullach.
Étym. π. κῦμα.