Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυλίμενος
πολυλιμενότης
πολύλιμος
πολυλιμενότης,
ητος
(
ἡ
) [
ῠῐ
] grand nombre de ports,
Mén. rhét.
9, 175 W.
Étym.
πολυλίμενος
.