πολυμάντευτος

πολυμάσχαλος

πολυμάχητος
πολυ·μάσχαλος, ος, ον [ῠχᾰ] à plusieurs aisselles ou ramifications, en parl. d’arbres, Th. H.P. 3, 8, 4, etc.
Étym. π. μασχάλη.