Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολύλοπος
πολυμάθεια
Πολυμάθεια
πολυμάθεια,
ας
(
ἡ
) [
ῠμᾰ
] grand savoir,
Luc.
Salt.
33 ;
Str.
2, 7
.
Étym.
πολυμαθής
.