πολυμαθής

πολυμαθία

πολυμαθῶς
πολυμαθία, ας () [ῠμᾰ] c. πολυμάθεια, Plat. Leg. 811a, 819a ; Arstt. fr. 51 ||
E Ion. πουλυμαθίη, Héraclite éph. fr. 40 (DL. 8, 6 ; 9, 1).
Étym. πολυμαθής.