Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυμαθέω-ῶ
πολυμαθημοσύνη
πολυμαθής
*πολυμαθημοσύνη,
épq.
πουλυμαθημοσύνη,
ης
(
ἡ
) [
ῠᾰῠ
]
c.
πολυμαθία,
Timon
(
Ath.
610
b
).
Étym.
πολυμαθής
.