πολυμερής

πολυμέριμνος

πολυμερῶς
πολυ·μέριμνος, ος, ον []
1 pass. plein de soucis, Nyss. ||
2 act. qui cause beaucoup de soucis, Arstt. Mund. 6, 34.
Étym. π. μέριμνα.