πολύμισθος

πολύμιτος

Πολυμνάστιος
πολύ·μιτος, ος, ον [ῠῐ] tissé de fils de diverses couleurs, tissu broché, Eschl. Suppl. 432 ; Crat. (Com. fr. 2, 212).
Étym. π. μίτος.