πολυμορφία

πολύμορφος

πολυμόρφως
πολύ·μορφος, ος, ον [] qui a plusieurs formes, aux formes variées, Hpc. Aër. 289 ; Arstt. P.A. 4, 11, 22 ||
Cp. -ότερος, Arstt. An. pr. 2, 10 ; sup. -ότατος, Arstt. H.A. 8, 28, 11.
Étym. π. μορφή.