πολυπάρθενος

πολύπαταξ

πολυπάτητος
*πολύ·παταξ, seul. acc. πολυπάταγα [ῠᾰᾰᾰ] au bruit retentissant, Pratin. (Ath. 617c).
Étym. π. πάταγος.