πολυπειρία

πολύπειρος

πολυπείρων
πολύ·πειρος, ος, ον [] très expérimenté, Parmén. 1, 34 ; d’où habile, rusé, Ar. Lys. 1109 ; DS. 1, 1.
Étym. π. πεῖρα.