πολύφιλτρος

πολυφλέγματος

πολύφλοισϐος
πολυ·φλέγματος, ος, ον [] très sujet aux pituites, Procl. Ptol. p. 214 ; Antyll. (Orib. 92 Matthäi).
Étym. π. φλέγμα.