πολυφραδμοσύνη

πολυφράδμων

πολυφράστος
πολυ·φράδμων, ων, ον, gén. ονος, c. πολυφραδής, A. Rh. 1, 1311 ; Opp. H. 4, 28 ; Anth. 9, 816 ||
E Dans les inscr. att. Πολυφράσμων, n. pr. CIA. 2, 977, a, 3 (du 3e au 2e siècle av. J.-C.) ; v. Meisterh. p. 68, 11.