πολυφραδέω

πολυφραδής

πολυφραδία
πολυ·φραδής, ής, ές [] très sage, très avisé, Hés. Th. 494 ||
Sup. -έστατος, Sim. am. fr. 7, 93 ||
E Dat. pl. épq. πολυφραδέεσσι, Hés. l. c.
Étym. π. φράζομαι.