πολυφράστος

πολύφροντις

πολυφρόντιστος
πολύ·φροντις, ις, ι, gén. ιδος [ῐδ] plein de soucis, d’inquiétude, Anacreont. 48, 6 ; Spt. Sap. 9, 15.
Étym. π. φροντίζω.