πολυπίδακος

πολυπῖδαξ

πολυπικός
πολυ·πῖδαξ, ακος (ὁ, ἡ) [ῠῑᾰκ] c. le préc. Il. 8, 47 ; 14, 157, 283, etc. ; A. Rh. 3, 882.
Étym. π. πῖδαξ.