πολυπόθητος

πολυποίκιλος

πολύποινος
πολυ·ποίκιλος, ος, ον [ῠῐ] très varié, Eur. I.T. 1150 ; Eub. 3, 252 Meineke ; Orph. H. 5, 11, etc.
Étym. π. ποικίλος.