Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολύποινος
πολυ·ποίκιλος,
ος, ον
[
ῠῐ
] très varié,
Eur.
I.T.
1150 ;
Eub.
3, 252 Meineke ;
Orph.
H.
5, 11,
etc.
Étym.
π. ποικίλος
.