Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολύπορος
πολυποσία
πολυπόταμος
πολυ·ποσία,
ας
(
ἡ
) [
ῠ
] excès de boisson,
Pol.
5, 15, 2
||
E
Ion.
-ίη,
Hpc.
Aph.
1258
.
Étym.
π. ποτός
.