Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυπότνια
πολύποτος
πολύπους
πολύ·ποτος,
ος, ον
[
ῠ
]
c.
πολυπότης
.
Hpc.
358, 21 ;
Arstt.
H.A.
8, 18, 3
.