πολυρράθαγος

πολυρραθάμιγξ

πολυρραίστης
πολυ·ρραθάμιγξ, ιγγος (ὁ, ἡ) [ᾰᾰ] qui tombe en gouttes abondantes, Nonn. D. 7, 174.
Étym. π. ῥαθάμιγξ.